- βρώμικος
- η , ο1) грязный; испачканный; 2) перен. см. βρωμερός 3;
βρώμικη δουλειά — грязное дело
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρώμικη δουλειά — грязное дело
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερβρωμικός — ή, ό, Ν φρ. «υπερβρωμικό οξύ» χημ. οξυγονούχο οξύ τού βρώμιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + βρωμικός (< βρώμιο)] … Dictionary of Greek